- σκυλολό(γ)ι
- το1. σύνολο σκύλων.2. σύνολο φαύλων ανθρώπων, υπόκοσμος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.